τριλοβίτες

τριλοβίτες
Απολιθωμένα καρκινοειδή, που έζησαν στις θάλασσες του παλαιοζωικού αι. Χάρη στον πλούτο των ειδών και των αντιπροσώπων τους και στη μικρή κάθετη εξέλιξή τους, παίζουν σημαντικό ρόλο ως καθοδηγητικά απολιθώματα του παλαιοζωικού. Βρίσκονται σε διάφορα στρώματα (ψαμμίτες, κοραλλιογενείς ασβεστόλιθους, μαύρους σχιστόλιθους) και αυτό αποδεικνύει ότι ήταν ικανοί να προσαρμοστούν σε οποιαδήποτε κατάσταση περιβάλλοντος. Το σώμα των τ., μήκους 3-8 εκ., με σπάνιες εξαιρέσεις μέχρι 50-75 εκ., χωρίζεται εγκάρσια σε κεφαλή, θώρακα και πυγίδιο, ενώ κατά μήκος της ράχης και των δύο πλευρών· στην τριμερή αυτή διαίρεση του σώματος οφείλεται και η όνομασία τους. Για την ταξινόμησή τους σημαντικό χαρακτηριστικό αποτελεί η προσωπική ραφή, μια αύλακα που διατρέχει τις παρειές της κεφαλής. Το πυγίδιο, το άκρο δηλαδή του σώματος, διακρίνεται σε μικροπυγίδιο, ισοπυγίδιο ή μακροπυγίδιο, ανάλογα με το μέγεθός του σε σύγκριση με την κεφαλή. Παρά την εξάπλωσή τους σε όλη σχεδόν τη γήινη επιφάνεια, δεν βρέθηκαν μέχρι σήμερα τ. στις αποθέσεις της Ελλάδας. Οι τριλοβίτες έχουν μεγάλη σημασία ως καθοδηγητικά απολιθώματα του παλαιοζωικού αιώνα. Στη φωτογραφία, το γένος Arianellus, του κάμβριου.
* * *
οι, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομοταξία αρθροπόδων, οι αντιπρόσωποι τής οποίας αναγνωρίζονται εύκολα από την χαρακτηριστική τους τριλοβωτή και τριμεταμερή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trilobite < τρίλοβος + κατάλ. -ίτης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δαν. Πετρούλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάμβριο — Η παλαιότερη από τις πέντε γεωλογικές περιόδους του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία εκτείνεται μεταξύ 543 και 490 εκατ. χρόνων. Είναι η περίοδος κατά την οποία εμφανίστηκαν στο απολιθωματικό αρχείο σχεδόν όλα τα φύλα των μεταζώων. Το γεγονός αυτό… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • ξιφόσουρα — θαλάσσια αρθρόποδα. Από αυτά, τα μερόστομα πολυάριθμα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Αντιπροσωπεύονται σήμερα μόνο από πέντε είδη, τα οποία παλιότερα περιλαμβάνονταν στα οστρακόδερμα. Στη σύγχρονη ταξινόμηση, το γένος λίμουλος (limulus) στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • σιλούριο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, που τοποθετείται μεταξύ του Κάμβριου (κατώτερου) και του δεβόνιου. Τα κατώτερα όριά του βασίζονται αποκλειστικά σε παλαιοντολογικά κριτήρια, γιατί δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες παλαιογεωγραφικές μεταβολές… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • Γουόλκοτ, Τσαρλς Ντούλιτλ — (Charles Dolittle Walcott, 1850 – 1927). Αμερικανός παλαιοντολόγος. Διετέλεσε διευθυντής του ινστιτούτου Σμιθσόνιαν και μελέτησε κυρίως τους τριλοβίτες και τα προϊστορικά απολιθώματα της Βόρειας Αμερικής. Το 1909 ανακάλυψε, σε υψόμετρο 2.600 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου …   Dictionary of Greek

  • διλοβίτες — Όρος της παλαιοντολογίας που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ορισμένες απολιθωμένες επιμήκεις μορφές, διαιρεμένες κατά μήκος από μία αύλακα σε δύο τμήματα ή λοβούς. Τα απολιθώματα αυτά συναντώνται πολύ συχνά στα στρώματα του σιλούριου και… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”